- ολοπόρφυρος
- -η, -ο (ΑΜ ὁλοπόρφυρος, -ον)ο εντελώς πορφυρός, καταπόρφυρος, κατακόκκινος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁλοπόρφυρος — all purple masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοπόρφυρον — ὁλοπόρφυρος all purple masc/fem acc sg ὁλοπόρφυρος all purple neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοπορφύρους — ὁλοπόρφυρος all purple masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοπορφύρων — ὁλοπόρφυρος all purple masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοπόρφυρα — ὁλοπόρφυρος all purple neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
VESTIS — primi hominis innocentia fuit, cui postquam iniquitas successit, vidit se nudum esse, et consutis foliis fecit sibi subligacula, Genes. c. 3. v. 7. ut sic membris minime honestis honorem circumponeret, prout loquitur Paulus 1. Corinth. c. 12. v.… … Hofmann J. Lexicon universale
αλιπόρφυρος — ἁλιπόρφυρος, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τής θαλασσινής πορφύρας, ολοπόρφυρος, κατακόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + πόρφυρος < πορφύρα] … Dictionary of Greek
αμφιπορφύρεος — ἀμφιπορφύρεος, α, ον (Α) πλαισιωμένος από πορφύρα, ολοπόρφυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πορφύρεος*] … Dictionary of Greek
κατέρυθρος — η, ο (Μ κατέρυθρος, ον) πολύ ερυθρός, ολοπόρφυρος, κατακόκκινος … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek